μαντρίζω — (Μ μανδρίζω και μανδριάζω) βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί νεοελλ. 1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο 2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι 3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα μσν. μέσ. μανδρίζομαι καταυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] … Dictionary of Greek
αμάντριστος — και αμάνδριστος, η, ο [μαντρίζω] (για ζώα και μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν κλείστηκε σε μάντρα 2. αυτός που δεν μπορείς να τόν μαντρίσεις, να τόν περιορίσεις … Dictionary of Greek
μάντρισμα — το [μαντρίζω] 1. κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μάντρα … Dictionary of Greek
μανδριάζω — (Μ) βλ. μαντρίζω … Dictionary of Greek
μαντρώνω — 1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί 2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο 3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] … Dictionary of Greek
αυλίζω — ισα, κλείνω στην αυλή, μαντρίζω· συνηθέστ. το μέσο αυλίζομαι ίστηκα, επικοινωνώ με το δρόμο, με τα έξω από το σπίτι μου: Αυλίζομαι απ τη μεριά της ανατολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)